πεφνεῖν

πεφνεῖν
πεφνεῑν (ἔπεφνεν), πέφνεν).)
1 have killed Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον (byz.: πέφνεν) codd.) O. 2.42

πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.27

—8.

καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

ἔπεφνέν τε Γοργόνα P. 10.46

ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37

τίνες Κύκνον τίνες Ἕκτορα πέφνον; I. 5.39

πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα I. 6.31

πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. πέφνε Δρυ[ ?fr. 335. 10 in tmesis fr. 171.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διφάσιο — το (Α διφάσιος, α, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο είδος ορυκτού αρχ. 1. ο δύο ειδών, διττός 2. στον πληθ. δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β συνθετικό τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”